- οἰκοδομήσεως
- οἰκοδομήσεω̆ς , οἰκοδόμησιςactfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οικοδόμηση — η (Α οἰκοδόμησις) [οικοδομώ] 1. ανέγερση οικοδομήματος, δόμηση, κτίσιμο («άρχισαν οι εργασίες οικοδόμησης τού μεγάρου») 2. ο τρόπος κατά τον οποίο οικοδομείται κάτι («τειχῶν περὶ οἰκοδομήσεως», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. δημιουργία («η οικοδόμηση ενός… … Dictionary of Greek